-
1 στασιάζω
I intr., to be at variance, τινι with one, X.An.2.5.28, etc.; πρός τινα ib.6.1.29, Pl.R. 545d, etc.2 in the Greek states, form a party or faction, be at odds (defined by Arist. as happening ὅταν ἑκάτερος ἑαυτὸν [ἄρχειν] βούληται, EN 1167a34), Hdt.1.59, 7.2, al., Cratin.54;ἀλλήλοις X. Mem.2.6.17
;ἐπ' ἀλλήλοισι Hdt.1.60
;περὶ τῆς ἡγεμονίης Id.8.3
;ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας Lys.2.61
;πρὸς τοὺς τυράννους ὑπὲρ τοῦ δήμου And.2.26
: generally, quarrel,τοῖσι ἑωυτοῦ ἀδελφεοῖσι Hdt.4.160
;τάξιος εἵνεκα Id.9.27
; ; ἐν ἑαυτοῖς ib. 465b; τοῖς ἐχθροῖσι μεθ' ἡμῶν ς. side with us against them, Ar.Eq. 590;σ. κατ· ἀλλήλους περί τινος Th.4.84
;πρὸς ἀλλήλους περί τινος Pl.R. 488b
, cf. Phld.Rh.2.220 S.3 of the states themselves, to be distracted by factions and party strife, Ar.Av. 1014, Th.4.1,66, Pl.Ep. 336e, etc.4 generally, to be in a state of discord, disagree,περί τινος Id.Euthphr.8d
, al.II trans., revolutionize, throw into confusion,τὴν πόλιν Lys.18.18
;τὰ πράγματα D.11.18
;οἴκους Anon.
ap. Stob.4.31.84;τὴν Ἀντιόχειαν Philostr.VA6.38
:—[voice] Pass., in signf. 1.3,διὰ τὸ τὰ ἐν τῇ Ῥώμῃ στασιάζεσθαι D.C.40.32
;τὸ ἐστασιασμένον S.E.M.7.346
.—This trans. sense is expressed by στασιάζειν ποιῶ in Isoc.4.134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στασιάζω
-
2 ἱεροποιέω
A serve asἱεροποιός, -ποιῶν καὶ θύων ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας Antipho 6.45
, cf. Pl.Ly. 207d, IG11(2).144A (Delos, iv B.C.); τῇ Ἀθηνᾷ ib.22.1257 (iv B.C.);τῷ Ἀπόλλωνι SIG1037.6
(Milet., iv/iii B.C.), etc.: c. acc.,ἱ. εἰσιτητήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς D.21.114
;οἱ τὰ μυστήρια -ποιήσαντες IG2.872
;ἱ. τὰ Ἀπολλώνια BCH36.413
(Delos, ii B.C.).II deify, Aristid.1.191 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεροποιέω
-
3 συνίστημι
A BJ Prooem.5, Sor.1.126 ([voice] Pass.)); [full] συνιστάω (Arist.GA 777a6, Pr. 928a9, Conon 48, 2 Ep.Cor. 6.4; [tense] impf.συνίστα Plb.3.43.11
, dub. in D.H.8.18): [tense] impf. συνίστην, [tense] fut. συστήσω, [tense] aor. 1 συνέστησα: trans. [tense] pf. συνέστᾰκα, found only in later texts, PSI9.1035.14 (ii A.D.), S.E.M.7.109, AP11.139 (Lucill.), Iamb.VP35.261:—set together, combine,τὰς χορδὰς ἀλλήλαις Pl.R. 412a
; τὰς ἄρκυς καὶ τὰ δίκτυα f.l. in X.Cyn.6.12.II combine, associate, unite,σ. τοὺς Ἀρκάδας ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ Hdt.6.74
, cf. 3.84;Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα Th.6.16
; ταύτας (sc. τὰς πόλεις) Isoc. 5.30;πόλεις πρὸς ἀλλήλας X.HG3.5.2
;τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν Th.8.48
;τὰ πάντα ἀριθμοῖς S.E.M.7.109
.b σ. Ἀσίην ἑωυτῷ unite Asia in dependence on himself, Hdt.1.103; μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι bring prophetic art into union with himself, i.e. win, acquire it, Id.2.49;σ. τινὰ ἀντίπαλον ἑαυτῷ X.Cyr.6.1.26
;σ. τισὶν ἡγεμόνα Plb.2.24.6
, cf. 3.42.6, 15.5.5.III put together, organize, frame,ζῷον ἔμψυχον Pl.Ti. 91a
; ; πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ μοχθηρῶν καὶ χρηστῶν ς. Id.Plt. 308c;σ. τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.48
;ἐκ δημοκρατίας καὶ μοναρχίας τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1266a23
, cf. 1284b18; ἑταιρείαν Lex ap.D.46.26:—[voice] Med., τοῖς ἑτέραν αἵρεσιν (school)συστησαμένοις Gal.15.505
; οἱ συνιστάμενοι τὰς τέχνας ib.449;θεωρήματα συνίστασθαι Id.16.725
.2 contrive,σ. θάνατον ἐπί τινι Hdt.3.71
;ἐφ' ἡμᾶς πόλεμον D.15.3
;ἐπίθεσιν ἐπὶ τοὺς Σπαρτιάτας Arist.Pol. 1306b35
; σ. τιμάς settle prices, D.56.7.3 [voice] Med. in these senses,τὸ ὅλον συνίστασθαι Pl.Phdr. 269c
;τὸ δεῖπνον Diph.43.5
: mostly [tense] aor. 1,μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν Pl.Plt. 308d
; ; πᾶν τόδε ib. 69c, cf. R. 530a;πόλεμον Isoc. 10.49
, Plb.2.1.1;σ. μοι μάχην PTeb.44.14
(ii B.C.);πολιορκίαν Plb. 1.30.5
;κίνδυνον Id.3.106.4
;παρατάξεις D.S.1.18
;ἀντιλογίαν πρός με PGrenf.1.38.8
(ii/i B.C.), cf. PSI3.167.14 (ii B.C.), Mitteis Chr. 31 iv 21 (ii B.C.);ἀηδίαν PLond.2.342.6
(ii A.D.), BGU22.15 (ii A.D.); οὐδένα λόγον συνισταμένη πρὸς ἡμᾶς rendering no account to us. PAmh.2.31.17 (ii B.C.), cf. PRein.18.33 (ii B.C.);σ. ἀγῶνας Plu.Fab.19
;ἑορτήν Apollod.3.14.6
; ναυτικὰς δυνάμεις, μισθοφόρους, Plb.1.25.5, 4.60.5; also, arrange in order of battle, rally, Id.3.43.11, dub. in D.H. 8.18.4 Math., erect two straight lines from points on a given straight line so as to meet and form a triangle, in [voice] Pass., Arist.Mete. 376a2, b2, cf. Euc.1.7, Papp.106.12; of two arcs of great circles on a sphere, Id.476.19,22.IV bring together as friends, introduce or recommend one to another,τινάς τινι Pl.La. 200d
, cf. X.Smp.4.63; ἵνα τῳ τῶν.. σοφιστῶν.. συστήσω τουτονί, as a pupil, Pl.Thg. 122a;τινὰ ἰατρῷ σ. περὶ τῆς ἀσθενείας Id.Chrm. 155b
;σύστησον αὐτοὺς.. ὅπως πλέωσι PCair.Zen.2.2
(iii B.C.), cf. 195.6 (iii B.C.), PMich.Zen.6.2,3 (iii B.C., [voice] Act. and [voice] Pass.):—[voice] Pass.,συνεστάθη Κύρῳ X.An.3.1.8
; Κύρῳ συσταθησόμενος ib.6.1.23, cf. PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), Phld.Acad.Ind. p.49 M.; ἔχειν τινὰ συνεσταμένον, συνιστάμενον, regard him as introduced or recommended, POxy.787 (i A.D.), PHolm.p.42.b recommend, secure approval of a course of action, SIG679.90 (Magn. Mae., ii B.C.):— [voice] Med., recommend persons for appointment, PLond.3.1249.7 (iv A.D.).c τὸ οἰκεῖον συνιστάναι bring about intimacy, Men.602.d place in the charge of, ;συνέστησά σοι Χαιράμμωνα δοῦλον πρὸς μάθησιν σημείων POxy.724.2
(ii A.D.).e appoint to a charge, LXXNu.27.23; appoint a representative,σ. ἀντ' ἐμαυτῆς τὸν ἕτερον ἐμοῦ ἀδελφόν PTeb.317.10
(ii A.D.); , cf. 20 (ii A.D.):—[voice] Pass., Sammelb.4512.39 (ii B.C.);ἐπίτροπος συσταθείς CPHerm.55.5
(iii A.D.);συσταθεὶς συνήγορος Plu.2.840e
.2 of a debtor, offer another as a guarantee,τινί τινα Isoc.17.37
: c. inf., συστήσαντος ἀποδοῦναι introduce the party who was to pay, D.41.16, cf. ib.6: c. acc. rei, guarantee a loan, ἃς (sc. δραχμὰς)συνέστησεν Ἀρτεμίδωρος ἀργυ (ρίου) PCair.Zen.326.167
(iii B.C.); ἃς (sc. δραχμὰς)παρὰ Ἱέρωνος συνεστήσαμεν PMich.Zen. 61.28
(iii B.C.); Σέλευκός μου αὐτοὺς (sc. τοὺς τρεῖς στατῆρας)ἐκκέκρουκε λέγων ὅτι συνέστακας ἑαυτῷ PFay.109.9
(i A.D.).V make solid or firm, brace up,τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17
, cf. Thphr.CP1.8.3; σ. [τὰ ἴχνη] sets them, X.Cyn.5.3; ὑπὲρ τοῦ συνεστῶτος [τοῦ τείχους], i.e. the unbroken part, Jul.Or.2.64c; contract, condense, opp. διακρίνω or διαλύω, Arist.GC 336a4, Cael. 280a12; of liquids, make them congeal, curdle,γάλα Poll.1.251
;φλέγμα Hp.Vict.2.54
(v.l.): metaph., συστήσας τὸ πρόσωπον with a frown, Plu.2.152b.VI exhibit, give proof of,εὔνοιαν Plb.4.5.6
;σ. ὅτι.. Id.3.108.4
: c. acc. et inf., D.S.14.45: c. part.,σ. τινὰς ὄντας Id.13.91
.2 prove, establish, Phld.Sign.4, Rh.1.112S.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 [voice] Act. συνέστην: [tense] pf. συνέστηκα, part. συνεστηκώς, [var] contr. συνεστώς, ῶσα, ώς or ός (Pl.Ti. 56b), [dialect] Ion. συνεστεώς, εῶσα (neut. not found), Hdt.1.74, 6.108: [tense] fut.συσταθήσομαι X.An.6.1.23
, Arist.Mete. 376a2; [tense] fut.[voice] Med.ξυστήσομαι A.Th. 435
, 509, 672, Pl.Ti. 54c: [tense] aor. [voice] Pass. συνεστάθην [ᾰ] X.An.3.1.8, al., PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), PTeb.27.35 (ii B.C.), etc.:— stand together, περὶ τὸν τρίποδα (of statues) Hdt.8.27; opp. διίστασθαι, X.Cyn.6.16; of soldiers, form in order of battle, Id.An.5.7.16, 6.5.28, al.; συστάντες ἁθρόοι ib.7.3.47.II in hostile sense, to be joined, of battle, once in Hom.,πολέμοιο συνεσταότος Il.14.96
;τῆς μάχης συνεστεώσης Hdt.1.74
;πόλεμος ξυνέστη Th.1.15
, cf. Hdt.7.144, 8.142;περὶ ταῦτα μάχη τις συνέστηκεν Pl.Sph. 246c
; τοῦτο συνεστήκεε this combat continued, Hdt.7.225.2 of persons, συνίστασθαί τινι meet in fight, be cngaged with, A.Th. 509, Hdt.6.108, Ar.V. 1031;θνατὸς δ' ἀθανάτῳ συστήσομαι AP5.92
(Rufin.);τινὶ ξ... ἐν μάχῃ E.Supp. 847
;ξυσταθέντα διὰ μάχης Id.Ph. 755
;συνεστάναι μαχομένους Hdt.1.214
;συνέστασαν χρόνον ἐπὶ πολλόν Id.6.29
: metaph., συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω was at odds with.., Id.4.132: abs., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν when the generals were at issue, Id.8.79;γνῶμαι μὲν αὗται συνέστασαν Id.1.208
, cf. 7.142; συνίσταται ἐπ' ἐμέ makes a dead set at me, Men.Sam. 211.3 to be involved or implicated in a thing, λιμῷ, πόνῳ, λιμῷ καὶ καμάτῳ, Hdt.7.170, 8.74, 9.89;ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας S.OC 514
(lyr.);συνεστῶτες ἀγῶνι ναυτικῷ Th.4.55
; καρτερᾷ μάχῃ ib.96.III of friends, form a league or union, band together, Id.6.21,33, etc.; κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξ. Id.2.88;ἀλλήλοις X.HG2.1.1
; ξυνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους league themselves with one side or the other, Th.1.1, cf. 15;μετά τινος D.34.34
, etc.; ἐπί τινας against them, Lys.22.17, cf. 30.10 (abs.); καί μ' οὐ λέληθεν οὐδὲν ἐν τῇ πόλει ξυνιστάμενον no conspiracy, Ar.Eq. 863, cf. X.Cyr.1.1.2; οἱ συνιστάμενοι the conspirators, Ar.Lys. 577 (anap.);τὸ ξυνεστηκός Th.8.66
.2 generally, to be connected or allied, as by marriage, c. acc. cogn.,λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα S.Tr.28
: in magic,συνιστάνου.. τοῖς.. θεοῖς
put yourself into connexion with.., PMag. Leid.W.1.29
;συσταθεὶς πρὸ<ς> τὸν ἥλιον PMag.Par.1.168
: in law, B. acting with A. T., POxy.912.4 (iii A.D.), cf. Sammelb.7338.5 (iii/iv A.D.).3 of an assembly, to be in session,ἔτι τῆς ἐκκλησίας συνεστώσης Plu. Nic.28
; τῆς τῶν Νεμείων πανηγύρεως ς. Id.Phil.11; (Egypt, ii B.C.).IV to come or be put together, of parts,συνιστάμεν' ἄλλοθεν ἄλλα Emp. 35.6
, cf. E.Fr.910.6 (anap.), Pl.R. 530a;ἐπειδὴ πάντα συνειστήκει X.Cyr.6.1.54
;σ. ἐξ ὀλιγίστων μερῶν Pl.Ti. 56b
, cf. 54c; ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν ς. X.Mem.3.6.14; ἐξ ὧν ὁ κόσμος ς. Arist.EN 1141b2; esp. in military sense, ξυνεστὼς στρατός an organized army, E.IA 87; ἱππικὸν συνεστηκός an organized force of cavalry, X.An.7.6.26; τὸ συνεστηκὸς στράτευμα the organized force, D.8.17,46.b of a play, to be composed, Arist.Po. 1453b4; ἡ πολιτεία (compared to a tragedy) .c arise, take shape or body,τὸ συνιστάμενον κακόν D.18.62
, cf. 6.35;πόλις οὕτω συστᾶσα Pl.R. 546a
; ἐνταῦθα συνίστανται [ψύλλαι] Arist. HA 556b26, cf. Thphr.CP4.4.10, Sor.2.37, al., Gal.Vict.Att.9; σ. ἀπό τινος arise from.., Phld.Ir.p.76W.d in [tense] aor. 2 and [tense] pf., come into existence, exist, ;συμμαχία ἡ περὶ Κόρινθον συστᾶσα Isoc.4.142
;τοῦ καιροῦ τῆς τῶν γενημάτων συναγωγῆς συνεστηκότος PSI3.173.12
(ii B.C.);κεχωρίσθαι ἀπ' ἀλλήλων τῆς συστάσης αὐτοῖς συμβιώσεως BGU1102.9
(i B.C.);οἰκία.. σὺν τοῖς συνεστῶσι μέτροις καὶ πηχισμοῖς καὶ συνεστῶσι θεμελίοις Sammelb.5247.6
,11 (i A.D.).V to be compact, solid, firm,οὔτε σκιδνάμενον οὔτε συνιστάμενον Parm.2.4
; συνεστῶτα σώματα, of animals in good condition, X.Cyn.7.8, cf. Pl.Ti. 83a; acquire substance or consistency, of eggs, Arist.HA 567a28; of blood, honey, milk, ib. 516a5, 554a6, Hp.Vict.2.51; of the embryo, ; of the brain, ib. 744a22; of the bowels, Hp.Epid.3.17.ά, Coac. 589; ῥεῦμα συνεστηκός concentrated, Id.Medic.7; συνεστηκυῖα χιών congealed, frozen, Plb.3.55.2.VI to be contracted, συνεστῶτι τῷ προσώπῳ frowning, Plu. Demetr.17; τοῦ ξυνεστῶτος φρενῶν (cf.σύστασις B. 11.3
) E.Alc. 797; συνεστηκώς absorbed in thought, Men.Pk. 291.VII συνέστηκε c. acc. et inf., it is well known that.., = Lat. constat, Marcian.Peripl.1 Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνίστημι
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek